Παλούκια Σαλαμίνας: Ο καφενές του νεκροταφείου πλοίων

Όταν ο Jacques Lacarriere έγραφε για τα Παλούκια τότε στα τέλη της δεκαετίας του 50' "...δύσκολο να πω γιατί αγαπούσα τόσο τα Παλούκια. Ασφαλώς γιατί εδώ στον ερχομό μου από τα νησιά, ξανάβρισκα την αόρατη παρουσία τους, στις οσμές της πίσσας, του μαζούτ της θάλασσας και του ψημένου χταποδιού. Τόπος μελαγχολικός, μ΄ αυτή την ακίνητη θάλασσα και τον αργό θάνατο των καϊκιών, τόσο παράξενος όμως, τόσο παράδοξος μέσα στο ράγισμά του, που ήταν για μένα, ένας σουρεαλιστικός κόσμος" αναρωτιέται κανείς τι έχει αλλάξει από τότε;
Διαβάστε το απόσπασμα από το βιβλίο “Το Ελληνικό Καλοκαίρι” του Jacques Lacarriere που γράφει για τα Παλούκια τα έτη μεταξύ 1957 και 1960.

-->
"Μια από τις αγαπημένες μεριές μου υπήρξε για καιρό, στο νησί της Σαλαμίνας, κάτω από τα Παλούκια, το νεκροταφείο των καραβιών. Έβλεπες εκεί (και ασφαλώς θα τα βλέπεις ακόμα) παλιά, παρατημένα καΐκια, μισοξεκοιλιασμένα, σε όλα τα στάδια της αποσύνθεσης.

Πιο μακριά, σειρές από φορτηγά αναπαύονταν ή κείτονταν σε αναγκαστική αργία. Ανάμεσά τους ένας μικροσκοπικός καφενές. Ένα τραπέζι και δύο καρέκλες, πάντα ελεύθερες στην ακροθαλασσιά, πλάι σε δύο καΐκια γερμένα στο πλάι. Έχω περάσει ώρες σε αυτό το μέρος, να κοιτάω, να ακούω και καμιά φορά να γράφω. Σχεδόν πάντα μόνος, έξω από τις λίγες φορές που κατάφερνε η Φρόσω, όταν έλειπε ο πατέρας της να το σκάσει και να ‘ρθεί να με βρει.
Ακριβώς απέναντι οι ταβέρνες και τα καφενεία στο Πέραμα, όπου φτιάχνουν βάρκες, καΐκια, ακτόπλοια. Βάρκες πηγαινοέρχονταν χωρίς σταματημό ανάμεσα στο νησί και στην απέναντι στεριά. Παραμόνευα πότε θα φανεί η Φρόσω και ήξερα πότε ερχόταν, χωρίς να τη δω, όταν στην απέναντι ακτή ο Μπάρμπα Γιώργος, ένας ψαράς που είχαμε γίνει φίλοι, ετοίμαζε την κόκκινη βάρκα του, που είχα βαφτίσει “Χαρά”.






Πέραμα 1962

Η Φρόσω έτρεχε κάνοντάς μου νοήματα από την ακτή και παράγγελνα στον καφετζή άλλο ένα ούζο για τον βαρκάρη. Ποτέ, παρά τα ασταμάτητα πήγαινε – έλα που τον ανάγκαζα να κάνει, δεν δέχθηκε ο Μπάρμπα Γιώργος λεφτά. Τύχαινε, όταν τίποτ΄ άλλο δεν τον καλούσε αλλού, να κάτσει πλάι μου και να με κοιτάει σιωπηλός να γράφω, παρακολουθώντας με παραξενεμένο μάτι τα καβαλιστικά σημάδια που αράδιαζα πάνω στο χαρτί, γιατί δεν ήξερε να γράφει.
Είχε γεννηθεί στο Πέραμα και είχε δουλέψει σ’ όλη του τη ζωή στα ναυπηγεία, κι αργότερα στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Τώρα μόνος, στη σύνταξη, αργόσχολος εδώ κι εκεί, περνούσε απέναντι τους ανθρώπους που ήθελαν να πάνε στα Παλούκια ή να γυρίσουν από εκεί, και όταν ο καιρός ήταν ωραίος, πήγαινε ως την Αίγινα, με το κουπί, για ψάρεμα. Δεν δεχόταν παρά ένα ούζο, που έπινε με μικρές γουλιές, σαν πουλί.
Το Νοέμβρη, εκείνη τη χρονιά, όταν αποφάσισα να γυρίσω στη Γαλλία, ήρθα να περάσω την τελευταία ημέρα στη Σαλαμίνα. Του αγόρασα μια μπουκάλα ούζο “Μεταξά” και του την έδωσα όταν έφευγα. Την πήρε, κατάπληκτος, ίσως να μην είχε ποτέ πριν την τύχη, να έχει μια ολόκληρη μπουκάλα δική του, και θυμάμαι ότι αμήχανος, στεκόταν εκεί, μη ξέροντας τι άλλο να πει: “όλα ό,τι θέλεις να με ρωτάς, όταν θα ξανάρθεις, όλα ό,τι θέλεις!”
Στο καφενείο των Παλουκιών, μόλις μ’ έβλεπε ο ταβερνιάρης έφερνε ένα διπλό ούζο με μεζέ, που κάθε μέρα ποίκιλλε με φαντασία, μια ελιά, ένα κομματάκι ντομάτα, φέτα ή κασέρι, ένα πλοκάμι από χταποδάκι στη σχάρα, ένα τηγανιτό καλαμαράκι. Με τη νύχτα που έπεφτε, η Φρόσω κι εγώ αφήναμε το καφενείο που έκλεινε και πηγαίναμε απέναντι στο Πέραμα, όπου εκείνη την εποχή υπήρχαν έξοχα μπουζούκια, λαϊκές ορχήστρες με χοντρές γυναίκες που τραγουδούσαν τσιφτετέλια της Μικράς Ασίας και σείονταν πάνω στο πάλκο.






Το Πέραμα της Μαρίας Πωπ

Αυτές οι ευτυχισμένες μέρες των Παλουκιών τοποθετούνται ανάμεσα στο 1957 και στο 1960. Όταν, εκείνη τη χρονιά, χωρίσαμε με τη Φρόσω μετά από δραματικά γεγονότα, δεν μου έκανε πια κέφι να ξαναπάω. Ο Μπάρμπα Γιώργος να ζει άραγε ακόμα; Να’ χει πάντα τη “Χαρά”, την κόκκινη βάρκα του; Ο καφετζής που μ’ έβλεπε να χάνομαι κάθε χρόνο ανάμεσα σε Νοέμβρη και Ιούνη, δεν φαινόταν να καταλαβαίνει ότι έφευγα, ότι πήγαινα στο σπίτι μου στη Γαλλία. Για αυτόν σπίτι μου ήταν στην Ελλάδα.
“Πότε θα την παντρευτείς;”, μου είπε μια μέρα
“Ένα τόσο όμορφο κορίτσι! Και να ξέρεις ότι σε αγαπάει!”.
Έτσι κάθε φορά που με ξανάβλεπε Μάη, Ιούνη ή Ιούλιο, ανάλογα με το χρόνο, μου έλεγε, κάνοντας με το χέρι του εκείνη τη γνωστή ελληνική χειρονομία για το γιατί: “αλλά πού είχες πάει εσύ όλες αυτές τις μέρες;”.
Και είχε δίκιο. Εκείνα τα χρόνια περνούσα το χειμώνα και την άνοιξη στη Γαλλία ενώ ένοιωθα ότι έμενα για πάντα στην Ελλάδα. Μου τύχαινε, μάλιστα, για να ενισχύσω αυτό το συναίσθημα της εγκατάστασης, της οικειότητας, να φεύγω αφήνοντας μικροχρέη στον μπακάλη των Αθηνών από όπου συνήθιζα να ψωνίζω: “θα σας πληρώσω την άλλη φορά” του έλεγα μια μέρα πριν φύγω. Και εξοφλούσα το χρέος μου τον ερχόμενο χρόνο, ένα χρέος που ασφαλώς θα το είχε ξεχάσει.






Σαλαμίνα 1934 του Αλέξανδρου Μπαρκόφ

Δύσκολο να πω γιατί αγαπούσα τόσο τα Παλούκια. Ασφαλώς γιατί εδώ στον ερχομό μου από τα νησιά, ξανάβρισκα την αόρατη παρουσία τους, στις οσμές της πίσσας, του μαζούτ της θάλασσας και του ψημένου χταποδιού. Τόπος μελαγχολικός, μ΄ αυτή την ακίνητη θάλασσα και τον αργό θάνατο των καϊκιών, τόσο παράξενος όμως, τόσο παράδοξος μέσα στο ράγισμά του, που ήταν για μένα, ένας σουρεαλιστικός κόσμος.
Προχωρώντας λίγο πιο μέσα ανακάλυπτες κι άλλα καράβια, καταμεσής, στη στεριά, σα να τα είχε παρατήσει εκεί ένα παλιό παλιρροϊκό κύμα, στερεωμένα σε δεκανίκια ή ριγμένα στο πλάι. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έκαναν εκεί αυτά τα καράβια γιατί κανείς, εκτός από τα παιδιά που έπαιζαν εκεί, δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για αυτά. Έλεγα μέσα μου ότι κανένας -κανένας γεροναυτικός εν πάση περιπτώσει- δεν θα τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του απάνω τους, να τα κομματιάσει όπως κάνουν σε μια φάλαινα που εξόκειλε.
Αλλά το πιο συναρπαστικό, το πιο μαγικό, ανάμεσα στο καφενείο και την ακτή των ακίνητων φορτηγών ήταν ένα οικόπεδο όπου είχαν πετάξει όλα τα άχρηστα εξαρτήματα, σκουριασμένες άγκυρες, τροχαλίες, σπασμένα κατάρτια, παλιά σχοινιά, κάθε μεγέθους γρανάζια, που σχημάτιζαν εκεί το αυτοσχέδιο τρόπαιο κάποιου ναυτικού θεού. Πόσο μάλλον που στην κορυφή εκείνων των ετερόκλητων πραγμάτων ήτανε θρονιασμένη μια σειρήνα, παλιό ακρόπρωρο, φαγωμένη, ξεφλουδισμένη, σκαμμένη σαν κορμός ελιάς. Θα πρέπει να ήταν από καιρό εκεί και πολλές φορές μου πέρασε από το νου να την κλέψω. Στο τέλος προτίμησα να την αφήσω εκεί όπου ανήκε. Ήτανε, κι αυτή, ερείπιο, αλλά ένα ερείπιο που έπαλε ακόμη, πιο πραγματικό από των ναών και των νεκρών πόλεων. Στην πραγματικότητα, αυτός ο τόπος θύμιζε ποίημα για νεκρά ταξίδια, για πλόες πεθαμένους, γραμμένο με λόγια από ξύλο, άγκυρες και σπασμένα κατάρτια.
Να ήτανε άραγε αυτό το λιμάνι, που τόσο αναζητούσαν, οι περιπλανώμενες ψυχές τους Σεφέρη, αυτό το μαυσωλείο το αφιερωμένο μέσα από την αγωνία των παλιών καϊκιών, στο Ναύτη και στην άγνωστη Σειρήνα;
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Το Ελληνικό Καλοκαίρι” του Jacques Lacarriere , Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή)

πηγή:pireorama.blogspot.gr